- ημιμόριο
- και ημιμοίριο, τοβλ. ημιμοίριο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ημιμόριο — το το μισό μέρος κάποιου σώματος: Ημιμόριο του θώρακα. – Ημιμόριο του εγκεφάλου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θαλαμικός — ή, ό [θάλαμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θάλαμο 2. φρ. «θαλαμικό σύνδρομο» πάθηση τού νευρικού συστήματος που χαρακτηρίζεται από επίμονη απώλεια τής επιφανειακής αισθητικότητας, από ήπια παράλυση και ελαφρά έλλειψη συντονισμού τών… … Dictionary of Greek
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
ημίμυ — ἡμίμυ και ἥμιμυ, τὸ (Α) το ήμισυ τού γράμματος μύ, είδος μουσικού συμβόλου που παριστάνονταν με το δεύτερο ημιμόριο τού κεφαλαίου Μ … Dictionary of Greek
ημιμοίριο — και ημιμόριο, το (Α ἡμιμοίριον και ἡμιμόριον) 1. μισή μοίρα κύκλου 2. μισό μέρος, μισό μερίδιο, το ένα δεύτερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + μοίρα] … Dictionary of Greek
ημιχορεία — Ακανόνιστες και ανεξέλεγκτες κινήσεις (σαν ρίψη) του χεριού και του ποδιού στη μια πλευρά του σώματος, που προκαλούνται από νόσο σε τμήμα του εγκεφάλου. * * * η ιατρ. νευρική πάθηση, χορεία* που εντοπίζεται στο ένα μόνο ημιμόριο τού σώματος.… … Dictionary of Greek
κοπτήρας — ο [κόπτω] 1. όργανο που χρησιμοποιείται για κοπή 2. αμβλεία λεπίδα από ξύλο, κόκαλο, μέταλλο ή άλλη ύλη, που χρησιμοποιείται ως μαχαίρι για το κόψιμο φύλλων χαρτιού ή βιβλίου, χαρτοκόπτης 3. στον πληθ. οι κοπτήρες τα μπροστινά δόντια σε κάθε… … Dictionary of Greek
οπτικός — ή, ό (ΑΜ ὀπτικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όραση (α. «οπτικό πεδίο» β. «ὀπτικαὶ ἀποδείξεις», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οφθαλμό ως όργανο τής όρασης 2. το θηλ. ως ουσ. η οπτική α) φυσ. κλάδος τής… … Dictionary of Greek
πλατυμηρία — η, Ν ανατ. ανώμαλη διαμόρφωση τού μηρού και τού μηριαίου οστού, κατά την οποία το άνω ημιμόριο τού οστού είναι πεπλατυσμένο από την πρόσθια προς την οπίσθια επιφάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ, αγγλ. platymeria (< πλατυ * + μηρία <… … Dictionary of Greek
στερνοκλειδομαστοειδής — ές, Ν φρ. «στερνοκλειδομαστοειδής μυς» ανατ. μυς τής προσθιοπλάγιας επιφάνειας τού τραχήλου που εκφύεται από τη λαβή τού στέρνου και το έσω τριτημόριο τής κλείδας και καταφύεται στη μαστοειδή απόφυση τού κροταφικού και το έξω ημιμόριο τής άνω… … Dictionary of Greek